προσρέπω

προσρέπω
προσρέπω,
A incline towards, τινι J.AJ18.6.5;

ἐπὶ τὸ μελάντερον Olymp.in Mete.218.27

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσρέπω — Α παρουσιάζω κλίση, ρέπω προς κάτι («τριβομένοις ἀχθηδόν τῇ ἐπικειμένῃ μείζονα προσρέπειν τὴν δυστυχίαν», Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥέπω «κλίνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσροπή — ἡ, Α [προσρέπω] (κατά τον Ησύχ.) η κλίση προς ορισμένη διεύθυνση, πρόσκλισις* …   Dictionary of Greek

  • πρόσρεψις — έψεως, ἡ, Α [προσρέπω] (κατά τον Ησύχ.) προσροπή* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”